- προδιασαφώ
- -έω, ΜΑ, και προδιασαφηνίζω Αδιασαφηνίζω, εξηγώ, ερμηνεύω κάτι προηγουμένως («προδιασαφῆσαι τὰ ἐπακολουθοῡντα ἰδιώματα», Απολλ. Δύσκ.)αρχ.1. παθ. προδιασαφοῡμαιδημοσιοποιούμαι, κοινολογούμαι εκ τών προτέρων («προδιασαφηθείσης τῆς ἡμέρας ἐφ' ἧς», Ιώσ.)2. φρ. «αἱ διασαφούμεναι χῶραι» — οι αναφερόμενες χώρες.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + διασαφῶ / διασαφηνίζω «καθιστώ κάτι σαφές, αποδεικνύω κάτι με σαφήνεια»].
Dictionary of Greek. 2013.